αιλουροειδής

αιλουροειδής
-ές Ζωολ.
1. ο όμοιος με αίλουρο ως προς κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα
2. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη οικογένεια θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίλουρος + -ειδής < είδος, πρβλ. αγγλ. aeluvoid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αιλουροειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με άγρια γάτα (αίλουρο)· ως ουσ., τα αιλουροειδή (αιλουρίδες), οικογένεια σαρκοφάγων ζώων (λιοντάρι, τίγρης, γάτα κ.ά.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… …   Dictionary of Greek

  • αιλουρόμορφος — η, ο (Μ αἰλουρόμορφος, ον) αυτός που εχει μορφή αίλουρου, αιλουροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴλουρος + μορφος < μορφή] …   Dictionary of Greek

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”